πέμψη

πέμψη
η / πέμψις, ΝΑ [πέμπω]
1. η ενέργεια τού πέμπω, αποστολή, στάλσιμο («ἀπὸ τῆς πέμψιος τοῦ κήρυκος», Ηρόδ.)
2. φρ. «ἡ πέμψις τῶν νικητηρίων» — θριαμβευτική πομπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πέμψῃ — πέμπω send aor subj mid 2nd sg πέμπω send aor subj act 3rd sg πέμπω send fut ind mid 2nd sg πέμψηι , πέμψις sending fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμψηι — πέμψῃ , πέμπω send aor subj mid 2nd sg πέμψῃ , πέμπω send aor subj act 3rd sg πέμψῃ , πέμπω send fut ind mid 2nd sg πέμψις sending fem dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”